- ορινοβάτης
- ὀρινοβάτης, ὁ (Α)είδος πολεμικής κατασκευής κυρίως για τους ορειβάτες, που για να τή χρησιμοποιήσουν στήριζαν τό χέρι τους στην κοιλιά τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek